ημίπληκτος

ημίπληκτος
-η, -ο
αυτός που έχει υποστεί ημιπληγία («ήτο ημίπληκτος, παθούσα προ μηνών εκ μερικής παραλυσίας», Παπαδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πληκτος (< πλήσσω «χτυπώ»), πρβλ. έκ-πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

  • ημιπληγικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ημιπληγία 2. αυτός που έχει υποστεί ημιπληγία, ο ημίπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημιπληγής. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Αλ. Αντωνιάδη] …   Dictionary of Greek

  • παρμένος — η, ο ως επίθ. 1. ο ημιπληγικός, ο ημίπληκτος, ο ημιπαράλυτος, και γενικά ο βλαμμένος σωματικώς 2. συνεκδ. ο διανοητικά καθυστερημένος, λιγόμυαλος, ανώμαλος 3. μτφ. φαντασιόπληκτος, ονειροπαρμένος, έξω από την πραγματικότητα 4. (ως μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • ημίπληγος — ημίπληγος, η, ο και ημίπληκτος, η, ο αυτός που έπαθε ημιπληγία, ο μισοπαράλυτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”